- προνέμω
- προνέμω1 make first offering of c. acc. & dat.
χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
προνέμω — Α [νέμω] 1. απονέμω, διανέμω κάτι σε κάποιον εκ τών προτέρων 2. μέσ. προνέμομαι α) εξακολουθώ να βόσκω β) προχωρώ, προοδεύω γ) (για πόλεμο) επεκτείνομαι, εξαπλώνομαι («ἴδεθ ὅποι προνέμεται τὸ δυσέριστον αἷμα φυσῶν Ἄρης», Σοφ.) … Dictionary of Greek
προνενέμηκε — προνέμω assign beforehand perf imperat act 2nd sg προνέμω assign beforehand perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνέμειν — προνέμω assign beforehand pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνέμεσθαι — προνέμω assign beforehand pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνέμεται — προνέμω assign beforehand pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνέμοντες — προνέμω assign beforehand pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνέμοντ' — προνέμοντα , προνέμω assign beforehand pres part act neut nom/voc/acc pl προνέμοντα , προνέμω assign beforehand pres part act masc acc sg προνέμοντι , προνέμω assign beforehand pres part act masc/neut dat sg προνέμοντι , προνέμω assign beforehand … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek